​Λαιμός

  • Βγάλ’ το σβέρκο σου…
  • Κόψε το λαιμό σου…να πετύχεις…
  • Με πήρε στο λαιμό του-της…(Μ’ επηρέασε)
  • Μ’ έπιασε απ’ το λαιμό. (Με πιέζει για κάτι)
  • Μ’ έχεις φέρει ως το λαιμό…(Με νευρίασες)
  • Μου ’βαλε θηλιά στο λαιμό. (Με πιέζει-με χρέωσε)
  • Μου ’κατσε στο σβέρκο. (Με καταπιέζει)
  • Το κρίμα στο λαιμό σου. (ένοχος…)
  • Του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει.
  • Ψώνισε από σβέρκο…(απέτυχε)